1ο,3ο,4ο περπάτημα
1ο περπάτημα – ποταμός Μείλιχος
Ξεκινώντας το περπάτημα χωρίς κάποια συγκεκριμένη «οδηγία», πρωτοβουλιακά, αφήνουμε το ίδιο το τοπίο να μας κατευθύνει. Θέλοντας να προσεγγίσουμε το ποτάμι, όχι μόνο οπτικά αλλά περισσότερο σωματικά, κατεβήκαμε στην κοίτη και περπατήσαμε μέσα σε αυτήν. Η επαφή με την πόλη ήταν μόνο οπτική [θέαμα] και δεν υπήρχε περαιτέρω αλληλεπίδραση. Λόγω έλλειψης εξοπλισμού [κατάλληλα ρούχα, παπούτσια κλπ] και λόγω θερμοκρασίας προσπαθήσαμε να αποφύγουμε την επαφή με το νερό και αυτό, μαζί με τη ροή, καθόρισαν την πορεία που πραγματοποιήσαμε. Σε σημεία που δεν μπορέσαμε να αποφύγουμε το νερό το διασχίσαμε με γυμνά πόδια, αλλάζοντας έτσι την εμπειρία [βιωματική συνθήκη].
Σε σημεία σκοτεινά [κάτω από γέφυρες/δρόμους], παρόλο που δεν βλέπαμε πού πατάμε, συνεχίσαμε το περπάτημα. Σε άλλο σημείο χωριστήκαμε· η μία σκαρφάλωσε έξω από την κοίτη και συνέχισε την παράλληλη πορεία από το δρόμο, όπου πλέον έψαχνε για το ποτάμι. Κατέβηκε ξανά από την πρώτη δυνατή πρόσβαση, απογοητευμένη από την απομάκρυνση από το φυσικό τοπίο. Συνεχίσαμε έτσι την πορεία μέχρι τη θάλασσα.
Γενικότερα, το περπάτημά μας οριζόταν από βατές περιοχές [όχθες, πέτρες, τσιμέντο] και μη [σκουπίδια, ακαθαρσίες, αυξημένη ροή νερού], που δημιουργούσαν διαφορετικούς ρυθμούς περπατήματος. Ήταν επιθυμητή η αποφυγή του «μηχανικού» περπατήματος της πόλης, σε ένα περιβάλλον από δρόμους και πεζοδρόμια, όπου το κάθε πάτημα είναι συνήθως αναμενόμενα ομαλό. Στη δικιά μας περίπτωση η συνθήκη ήταν διαφορετική, οπότε και κάθε βήμα συγκέντρωνε όλη μας την προσοχή.
3ο περπάτημα – ράγες τρένου, λιμάνι
Αρχή του περπατήματος αυτού ήταν το σημείο συνάντησης του σταθμού του τρένου και μίας από τις εισόδους του λιμανιού. Αν και μη προμελετημένο, το περπάτημα χαρακτηρίστηκε από μία γραμμικότητα, αφού πορευόμασταν ο ένας πίσω από τον άλλον κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών· κάτι όχι και τόσο διασκεδαστικό. Το γεγονός ότι ήταν βράδυ και οι κινήσεις περιορισμένες, οδηγούσε συνειρμικά στην συνθήκη κίνησης των λαθρομεταναστών. Ο χώρος ήταν αφιλόξενος και δεν έδινε αφορμές να αλληλεπιδράσεις ούτε με τον ίδιο τον χώρο ούτε με τους άλλους γύρω σου.
Κάνοντας μια στάση στην επόμενη είσοδο του λιμανιού [Γούναρη] η μέχρι τώρα ευθύγραμμη παράταξη της ομάδας μετασχηματίστηκε σε ένα είδος κύκλου, όπου επικράτησε μια μικροσύγχυση για την συνέχεια του περπατήματός μας. Συλλογικά αποφασίσαμε να χωριστούμε σε δύο ομάδες και να γυρίσουμε προς τα πίσω. Εμείς, ακολουθώντας την πρώτη μπήκαμε μέσα στο χώρο του λιμανιού, ενώ η δεύτερη επανέλαβε αντίστροφα την προηγούμενη διαδρομή. Το περπάτημα στο λιμάνι ήταν πιο ελεύθερο και ενδιαφέρον, καθώς αλληλεπιδράσαμε τόσο με την άλλη ομάδα [οδηγίες που επηρέαζαν το δικό τους περπάτημα] όσο και με αστικά αντικείμενα που έδιναν διαφορετικές υφές στο χώρο. Προσπερνώντας το σημείο εκκίνησης του περπατήματος μας παρεκκλίναμε από την υπόλοιπη ομάδα, για να προσεγγίσουμε μια αποβάθρα με στοιβαγμένα κοντέινερ λόγω της απεργίας των οδηγών φορτηγών. Ήταν σαν να βρεθήκαμε σ’ ένα σκηνικό παιχνιδιού. Η κίνηση εκεί ήταν χαοτική αν και ορισμένη από τις επιφάνειες που δημιουργούνται από τα στοιβαγμένα προϊόντα.
Την στιγμή που πέρασε το τρένο τα κάγκελα μαγνήτισαν και τις δύο ομάδες, την πρώτη για να παρακολουθήσει το συμβάν, και τη δεύτερη για να αποφύγει τυχόν επαφή με το συρμό.
Ούτε σε αυτό το περπάτημα υπήρχε αλληλεπίδραση με την πόλη, εκτός αν θεωρήσουμε ως τέτοια τις ερωτήσεις του λιμενικού για το λόγο του περπατήματός μας. Για εμάς, αυτή η δράση αποτέλεσε αφορμή για το σχεδιασμό δράσης με άξονα το παιχνίδι [play+walk / παίζω+πορεία].
4ο περπάτημα – ανάγνωση κειμένων στις στοές
Ξεκινώντας το περπάτημα μέσα από την πρώτη στοά, λίγο αμήχανα σχηματίσαμε ζευγάρια που αρχικά πορεύονταν το ένα πίσω από το άλλο, αλλά στη συνέχεια σκορπίστηκαν. Η διαδικασία της ανάγνωσης καθιστούσε το κάθε ζευγάρι ένα εσωστρεφές σύστημα και η εκ των πραγμάτων χαμηλή ένταση της φωνής απέτρεπε μία τυχαία εξωτερική συμμετοχή, αν και το ζευγάρι γινόταν αντιληπτό. Ο ένας διάβαζε στον άλλον, δημιουργώντας έναν «διάλογο» κειμένων [π.χ. ο Hakim Bey απαντούσε στον Herman Hesse]. Ο εκάστοτε ακροατής ήταν ταυτόχρονα και ο οδηγός του αναγνώστη, ο οποίος περπατούσε χωρίς να βλέπει πέρα από τη σελίδα. Σε σχέση με την πόλη, στα σημεία όπου ο ρυθμός ήταν πιο γρήγορος [έξω από τις στοές], ο ακροατής δεχόταν πολύ περισσότερες πληροφορίες πέραν της αφήγησης, αντίθετα με τις στοές που το περιβάλλον ήταν πιο ασφαλές και για τους δύο. Οι ταχύτητες κίνησης και ανάγνωσης άλλαζαν σε αντιστοιχία με το περιβάλλον.
Στα μισά του περπατήματος συγκεντρωθήκαμε σε κυκλική διάταξη [κάτω από μία κάμερα παρακολούθησης] στην αρχική στοά. Συζητώντας πάνω στην εμπειρία της δράσης αποφασίσαμε να τη συνεχίσουμε πραγματοποιώντας ακόμα μία ανάγνωση με αλλαγή ζευγαριών. Αυτή τη φορά καταγράψαμε και την εμπειρία του ακροατή σε σχέση με τα ερεθίσματα από το περιβάλλον, εκτός από την ίδια την αφήγηση.
Ξεκινώντας το περπάτημα χωρίς κάποια συγκεκριμένη «οδηγία», πρωτοβουλιακά, αφήνουμε το ίδιο το τοπίο να μας κατευθύνει. Θέλοντας να προσεγγίσουμε το ποτάμι, όχι μόνο οπτικά αλλά περισσότερο σωματικά, κατεβήκαμε στην κοίτη και περπατήσαμε μέσα σε αυτήν. Η επαφή με την πόλη ήταν μόνο οπτική [θέαμα] και δεν υπήρχε περαιτέρω αλληλεπίδραση. Λόγω έλλειψης εξοπλισμού [κατάλληλα ρούχα, παπούτσια κλπ] και λόγω θερμοκρασίας προσπαθήσαμε να αποφύγουμε την επαφή με το νερό και αυτό, μαζί με τη ροή, καθόρισαν την πορεία που πραγματοποιήσαμε. Σε σημεία που δεν μπορέσαμε να αποφύγουμε το νερό το διασχίσαμε με γυμνά πόδια, αλλάζοντας έτσι την εμπειρία [βιωματική συνθήκη].
Σε σημεία σκοτεινά [κάτω από γέφυρες/δρόμους], παρόλο που δεν βλέπαμε πού πατάμε, συνεχίσαμε το περπάτημα. Σε άλλο σημείο χωριστήκαμε· η μία σκαρφάλωσε έξω από την κοίτη και συνέχισε την παράλληλη πορεία από το δρόμο, όπου πλέον έψαχνε για το ποτάμι. Κατέβηκε ξανά από την πρώτη δυνατή πρόσβαση, απογοητευμένη από την απομάκρυνση από το φυσικό τοπίο. Συνεχίσαμε έτσι την πορεία μέχρι τη θάλασσα.
Γενικότερα, το περπάτημά μας οριζόταν από βατές περιοχές [όχθες, πέτρες, τσιμέντο] και μη [σκουπίδια, ακαθαρσίες, αυξημένη ροή νερού], που δημιουργούσαν διαφορετικούς ρυθμούς περπατήματος. Ήταν επιθυμητή η αποφυγή του «μηχανικού» περπατήματος της πόλης, σε ένα περιβάλλον από δρόμους και πεζοδρόμια, όπου το κάθε πάτημα είναι συνήθως αναμενόμενα ομαλό. Στη δικιά μας περίπτωση η συνθήκη ήταν διαφορετική, οπότε και κάθε βήμα συγκέντρωνε όλη μας την προσοχή.
3ο περπάτημα – ράγες τρένου, λιμάνι
Αρχή του περπατήματος αυτού ήταν το σημείο συνάντησης του σταθμού του τρένου και μίας από τις εισόδους του λιμανιού. Αν και μη προμελετημένο, το περπάτημα χαρακτηρίστηκε από μία γραμμικότητα, αφού πορευόμασταν ο ένας πίσω από τον άλλον κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών· κάτι όχι και τόσο διασκεδαστικό. Το γεγονός ότι ήταν βράδυ και οι κινήσεις περιορισμένες, οδηγούσε συνειρμικά στην συνθήκη κίνησης των λαθρομεταναστών. Ο χώρος ήταν αφιλόξενος και δεν έδινε αφορμές να αλληλεπιδράσεις ούτε με τον ίδιο τον χώρο ούτε με τους άλλους γύρω σου.
Κάνοντας μια στάση στην επόμενη είσοδο του λιμανιού [Γούναρη] η μέχρι τώρα ευθύγραμμη παράταξη της ομάδας μετασχηματίστηκε σε ένα είδος κύκλου, όπου επικράτησε μια μικροσύγχυση για την συνέχεια του περπατήματός μας. Συλλογικά αποφασίσαμε να χωριστούμε σε δύο ομάδες και να γυρίσουμε προς τα πίσω. Εμείς, ακολουθώντας την πρώτη μπήκαμε μέσα στο χώρο του λιμανιού, ενώ η δεύτερη επανέλαβε αντίστροφα την προηγούμενη διαδρομή. Το περπάτημα στο λιμάνι ήταν πιο ελεύθερο και ενδιαφέρον, καθώς αλληλεπιδράσαμε τόσο με την άλλη ομάδα [οδηγίες που επηρέαζαν το δικό τους περπάτημα] όσο και με αστικά αντικείμενα που έδιναν διαφορετικές υφές στο χώρο. Προσπερνώντας το σημείο εκκίνησης του περπατήματος μας παρεκκλίναμε από την υπόλοιπη ομάδα, για να προσεγγίσουμε μια αποβάθρα με στοιβαγμένα κοντέινερ λόγω της απεργίας των οδηγών φορτηγών. Ήταν σαν να βρεθήκαμε σ’ ένα σκηνικό παιχνιδιού. Η κίνηση εκεί ήταν χαοτική αν και ορισμένη από τις επιφάνειες που δημιουργούνται από τα στοιβαγμένα προϊόντα.
Την στιγμή που πέρασε το τρένο τα κάγκελα μαγνήτισαν και τις δύο ομάδες, την πρώτη για να παρακολουθήσει το συμβάν, και τη δεύτερη για να αποφύγει τυχόν επαφή με το συρμό.
Ούτε σε αυτό το περπάτημα υπήρχε αλληλεπίδραση με την πόλη, εκτός αν θεωρήσουμε ως τέτοια τις ερωτήσεις του λιμενικού για το λόγο του περπατήματός μας. Για εμάς, αυτή η δράση αποτέλεσε αφορμή για το σχεδιασμό δράσης με άξονα το παιχνίδι [play+walk / παίζω+πορεία].
4ο περπάτημα – ανάγνωση κειμένων στις στοές
Ξεκινώντας το περπάτημα μέσα από την πρώτη στοά, λίγο αμήχανα σχηματίσαμε ζευγάρια που αρχικά πορεύονταν το ένα πίσω από το άλλο, αλλά στη συνέχεια σκορπίστηκαν. Η διαδικασία της ανάγνωσης καθιστούσε το κάθε ζευγάρι ένα εσωστρεφές σύστημα και η εκ των πραγμάτων χαμηλή ένταση της φωνής απέτρεπε μία τυχαία εξωτερική συμμετοχή, αν και το ζευγάρι γινόταν αντιληπτό. Ο ένας διάβαζε στον άλλον, δημιουργώντας έναν «διάλογο» κειμένων [π.χ. ο Hakim Bey απαντούσε στον Herman Hesse]. Ο εκάστοτε ακροατής ήταν ταυτόχρονα και ο οδηγός του αναγνώστη, ο οποίος περπατούσε χωρίς να βλέπει πέρα από τη σελίδα. Σε σχέση με την πόλη, στα σημεία όπου ο ρυθμός ήταν πιο γρήγορος [έξω από τις στοές], ο ακροατής δεχόταν πολύ περισσότερες πληροφορίες πέραν της αφήγησης, αντίθετα με τις στοές που το περιβάλλον ήταν πιο ασφαλές και για τους δύο. Οι ταχύτητες κίνησης και ανάγνωσης άλλαζαν σε αντιστοιχία με το περιβάλλον.

Στα μισά του περπατήματος συγκεντρωθήκαμε σε κυκλική διάταξη [κάτω από μία κάμερα παρακολούθησης] στην αρχική στοά. Συζητώντας πάνω στην εμπειρία της δράσης αποφασίσαμε να τη συνεχίσουμε πραγματοποιώντας ακόμα μία ανάγνωση με αλλαγή ζευγαριών. Αυτή τη φορά καταγράψαμε και την εμπειρία του ακροατή σε σχέση με τα ερεθίσματα από το περιβάλλον, εκτός από την ίδια την αφήγηση.
0 Comments:
Post a Comment
<< Home